Σικυών

Σικυών
I
Αρχαία πόλη της βορειοανατολικής Πελοποννήσου, κοντά στο σημερινό Κιάτο (του οποίου ο δήμος ονομάζεται δήμος Σικυώνας· υπάρχει επίσης και σημερινό χωριό με το όνομα Σικυών) στην περιοχή της Σικυωνίας. Η αρχαία Σικυωνία στη βόρεια πλευρά της βρεχόταν από τον Κορινθιακό, ενώ στις άλλες συνόρευε με την Κορινθία και την Κλεωναία (Α), τη Φλειασία (Ν) και την Αχαΐα και Αρκαδία (Ν και ΝΔ). Τα σύνορα αυτά όμως πολλές φορές μεταβάλλονταν, ανάλογα με τις ιστορικές τύχες της περιοχής.
Ιστορία. — Οι νεώτερες έρευνες έχουν αποδείξει την ύπαρξη πρωτοελλαδικών συνοικισμών στη Σικυωνία. Με την αρχή της μεσοελλαδικής εποχής (γύρω στο 1900 π.Χ.), όταν έφτασαν στην Πελοπόννησο τα πρώτα ελληνόφωνα φύλα, η Σικυωνία κατακτήθηκε από τους Ίωνες. Ο Παυσανίας (Κορινθιακά) αναφέρεται με λεπτομέρειες στη γενεαλογία των μυθικών βασιλιάδων των Σικυωνίων, από τον πρώτο «αυτόχθονα», τον Αιγιαλέα, ως τον τελευταίο, το Λακεστάδη, κατά τη βασιλεία του οποίου «ο Φάλκης, γιος του Σημένου, επί κεφαλής Δωριέων, κατέλαβε νύχτα τη Σικυώνα». Οι Δωριείς εισβολείς δεν κακομεταχειρίστηκαν το Λακεστάδη και τους Σικυώνιους, σύμφωνα με όσα αναφέρει ο Παυσανίας, αλλά κυβέρνησαν μαζί τους, αφού κοινή ήταν η καταγωγή τους από τον Ηρακλή. Ως αιτιολογία της μετονομασίας της πόλης από Αιγιάλη σε Σικυώνα ο Παυσανίας αναφέρει τον εγγονό του Ερεχθέα, Αθηναίο Σικυώνα, ο οποίος ήρθε και βοήθησε τους Σικυώνιους στον πόλεμο με τους αρχαίους γείτονες και μετά παντρεύτηκε την κόρη του Λαμέδοντα Ζευξίππη. Στην πρώτη πενηνταετία του 10ου αι. π.Χ. καταλαμβάνουν τη Σ., καθώς και τις γειτονικές Φλειούντα και Κλεωνές, οι Δωριείς του Άργους, λίγο μετά την εγκατάσταση τους εκεί. Με τη δωρική αυτή κατάκτηση μεγάλο μέρος του ιωνικού πληθυσμού των περιοχών μετακινείται αρχικά προς την Εύβοια και τις Κυκλάδες και ύστερα προς το ανατολικό Αιγαίο και τις ακτές της Ιωνίας.
Η Σ. ήταν ένα από τα δέκα αυτόνομα δωρικά κράτη, που σχηματίστηκαν στην Αργολιδοκορινθία μετά τη δωρική εισβολή. Ώς το 600 π.Χ. οι Δωριείς αποτελούσαν την εξέχουσα κοινωνική τάξη, ενώ οι απόγονοι των Ιώνων σχημάτιζαν δύο υποτελείς, αντίστοιχες προς τους περίοικους και τους είλωτες της Σπάρτης. Οι πληροφορίες για τη Σ. κατά τους τρεις πρώτους αιώνες της τελευταίας προχριστιανικής χιλιετίας είναι αρκετά περιορισμένες: βοήθησε, στο πλευρό του Άργους, τους Μεσσήνιους κατά την αποστασία τους εναντίον των Λακεδαιμονίων και στον πόλεμο από το 685 ώς το 668 π.Χ. · στον πόλεμο κατά της γειτονικής Πελλήνης, γύρω στα 660 π.Χ., ξεχώρισε η μορφή του Ορθαγόρου, του μετέπειτα τύραννου. Στην πρώιμη αυτή περίοδο διαδόθηκε το αλφάβητο στις ελληνικές περιοχές: το σικυωνικό εντάσσεται στην ομάδα του λεγόμενου «ανατολικού» μαζί με του Άργους, της Φλειούντας, της Κορίνθου και των Μεγάρων.
-Η περίοδος της Τυραννίας (660-555 π.Χ.): Οι συνθήκες κάτω από τις οποίες ο Ορθαγόρας, γιος μάγειρου της Σ., κατέλαβε την αρχή και εγκατέστησε προσωπική εξουσία, δε μας είναι ακριβώς γνωστές· ούτε συνεπώς και ο χαρακτήρας του κινήματος του. Η στρατιωτική αίγλη του πάντως από τον πόλεμο κατά της Πελλήνης βοήθησε σημαντικά την επιβολή του.Οπωσδήποτε η σχέση του με το προδωρικό στοιχείο υποδηλώνεται από την εχθρότητα της πολιτικής του προς το Άργος, τη δωρική μητρόπολη της Σ. (την αντιαργειακή αυτή πολιτική συνέχισε με περισσότερη ακόμα ένταση ο Κλεισθένης κι έτσι μπορούμε να πούμε ότι η πολιτική των Ορθαγοριδών είχε ως βασικό στόχο την ταπείνωση του Άργους και κατά συνέπεια και του δωρικού στοιχείου της Σικυωνίας). Τον ιδρυτή της δυναστείας διαδέχτηκε ο αδελφός του Μύρων, που είχε αναδειχτεί ολυμπιονίκης του άρματος το 648 π.Χ. στην Ολυμπία, όπου ιδρύθηκε θησαυρός των Σικυωνίων για να διαιωνίσει τη νίκη του. Η πληροφορία του Παυσανία, ότι σε επιγραφή του θησαυρού αναφέρονται ως αναθέτες ο Μύρων και ο Δήμος Σικυωνίων, αποτελεί πολύτιμο ιστορικό στοιχείο, γιατί υποδηλώνει ότι ο δήμος, δηλαδή το σύνολο του λαού, υπήρχε ως πολιτική οντότητα και κατά τη διάρκεια της τυραννίας. Ο εγγονός του Μύρωνα Κλεισθένης υπήρξε η πλέον εξέχουσα μορφή των Ορθαγοριδών. Παραμερίζοντας λίγο μετά το 600 π.Χ. τον αδελφό του Ισόδαμο, με την κατηγορία ότι είχε έρθει σε μυστικές συμφωνίες με τους Κυψελίδες της Κορίνθου, έμεινε μόνος του στην αρχή ως το θάνατό του, το 570 π.Χ. Μετριοπαθής κάπως στην εσωτερική πολιτική του, αν και ως χαρακτήρας αναφέρεται βάρβαρος και ωμός, η εξωτερική πολιτική του κυριαρχήθηκε από το μίσος κατά των Αργείων, εναντίον των οποίων πολεμώντας κατόρθωσε να καταλάβει τις Κλεωνές. Όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος, ο Κλεισθένης είχε απαγορεύσει τη διάδοση της Ιλιά-δας και της Οδύσσειας, επειδή υμνούσαν τους πρόγονους των Αργείων· έφτασε μάλιστα στο σημείο να αντικαταστήσει τη λατρεία του μυθικού βασιλιά της Σ. Αδράστου, του επονομαζόμενου Αργείου, με τη λατρεία του Διόνυσου και του Μελανίκκου. Χαρακτηριστική αντιδωρική πράξη του ήταν η αλλαγή της ονομασίας των τεσσάρων φυλών: στις τρεις δωρικές έδωσε τα ελάχιστα κολακευτικά ονόματα: «Ονεάται», «Χοιράται», «Υάται», ενώ στους απόγονους των Ιώνων, τους Αιγιαλείς, την τιμητική επωνυμία «Αρχέλαοι». Αλλά ο Κλεισθένης άπλωσε το ενδιαφέρον του κι έξω από την Πελοπόννησο : διαθέτοντας ισχυρό στρατό, απόχτησε συμμάχους που είχαν ανάγκη τη στρατιωτική βοήθεια του, κι έτσι έπαιξε σημαντικό ρόλο στον A’ Ιερό Πόλεμο (590 π.Χ.) ενισχύοντας τη δύναμη και τη φήμη του. Όταν το 576 κάλεσε στη Σ. υποψήφιους μνηστήρες για την κόρη του Αγαρίστη, έσπευσαν νέοι όχι μόνο από την Ελλάδα, αλλά και από τις αποικίες της Σικελίας: ο Κλασθένης επέλεξε τελικά τον Αθηναίο Αλκμεωνίδη Μεγακλή κι από την ένωση αυτή γεννήθηκε ο Κλεισθένης, ο θεμελιωτής της αθηναϊκής δημοκρατίας, και η Αγαρίστη, η μητέρα του Περικλή. Με το θάνατο του Κλεισθένη το τυραννικό καθεστώς παρακμάζει και το 555 π.Χ. ανατρέπεται μαζί με τον τελευταίο εκπρόσωπο του, τον Αισχίνη. ν
ηρωικές μορφές του καταρρέοντος ελληνισμού· το 243 π.Χ. κατέλαβε τον Ακροκόρινθο, το 241 πολέμησε εναντίον της συμμάχου του Γονατά Πελλήνης και από το 239 ως το 229 εξεστράτευσε πολλές φορές εναντίον των Αθηνών και του Άργους. Το 227, μετά την ήττα του από το βασιλιά της Σπάρτης Κλεομένη Γ’, αναγκάστηκε να αντιμετωπίσει την κατάσταση με περισσότερο ρεαλισμό και να διαπραγματευτεί με τους Μακεδόνες. Ακολούθησε μια κρίσιμη περίοδος για τη συμπολιτεία, κατά την οποία ο Άρατος αναγκάστηκε να δράσει περισσότερο ως πολιτικός παρά ως στρατιωτικός, αγωνιζόμενος για την ανεξαρτησία της χώρας του. Μετά την ειρήνη της Ναυπάκτου (217 π.Χ.) υποστήριξε την αντιρωμαϊκή πολιτική του Φίλιππου E’ και τέσσερα χρόνια αργότερα πέθανε δολοφονημένος από το Μακεδόνα βασιλιά.
Μετά τον Άρατο η ιστορία της Σ. δεν έχει να επιδείξει τίποτε το ιδιαίτερο. Η πόλη παράμεινε μέλος της Συμπολιτείας ως το 146 π.Χ., οπότε υποτάχτηκε, όπως και όλη η Ελλάδα, στους Ρωμαίους. Η καταστροφή όμως της γειτονικής Κορίνθου την ωφέλησε: οι κατακτητές της επέτρεψαν να καταλάβει εκτάσεις γης, που προηγουμένως ανήκαν στους Κορίνθιους, και της ανάθεσαν τη διοργάνωση των αγώνων των Ίσθμιων. Παράλληλα όμως την εκμεταλλεύτηκαν οικονομικά κι έτσι μετά τη λεηλασία του Σύλλα (87 π.Χ.) η παρακμή επιταχύνθηκε. Τριάντα περίπου χρόνια αργότερα η Σ. είχε φτάσει στο σημείο να μη μπορεί να εξοφλήσει τα χρέη της και ο δανειστής της πούλησε στη Ρώμη την περίφημη συλλογή των πινάκων της. Η επανίδρυση της Κορίνθου το 46 π.Χ. ήταν ένα ακόμα πλήγμα για τη Σ.· η νέα Κόρινθος θα απορροφήσει τώρα τις δραστηριότητες της. Ο Παυσανίας αναφέρει ένα καταστρεπτικό σεισμό των μέσων του 2ου μ.Χ. αι., που ερήμωσε την πόλη· από τη μαρτυρία όμως του Ιεροκλή γνωρίζουμε ότι αυτό δεν ήταν το τέλος της, αφού την αναφέρει και ως σημαντική πόλη της ρωμαϊκής επαρχίας Αχαΐας.
Ιστορία. — Οι ανασκαφές Ελλήνων και Αμερικανών αρχαιολόγων στην περιοχή της Σ. έχουν αποκαλύψει ένα μεγάλο μέρος από την αγορά της ελληνιστικής πόλης και τα δημόσια οικοδομήματα που την περιέβαλλαν. Η έρευνα έχει επισημάνει επίσης τις θέσεις των παλιότερων κωμών, καθώς και τα ιερά, που αναφέρουν οι πηγές. Η ελληνιστική αγορά εκτείνεται Α της ακρόπολης και έχει ανασκαφεί κυρίως μετά τη δυτική και τη νότια πλευρά της, όπου ήταν συγκεντρωμένα μερικά από τα σημαντικότερα οικοδομήματα. Το θέατρο, κτίσμα του τέλους του 4ου - αρχών 3ου π.Χ. αι., είναι το εντυπωσιακότερο μνημείο της αρχαίας πόλης, με κοίλο λαξευμένο κατά ένα μέρος στη βραχώδη ακρόπολη, σκηνή, προσκήνιο και κυκλική ορχήστρα και με δυο χαρακτηριστικές σκεπαστές διόδους, που οδηγούν στο πρώτο διάζωμα του ι κοίλου. Β του θεάτρου διακρίνεται η σφενδόνη [του στάδιου, λαξευμένη επίσης κατά μεγάλο Ιμέρος στο βράχο. Το συνολικό μήκος του υπολογίζεται γύρω στα 220 μ., ενώ ο στίβος θα Γπρέπει να ήταν αρκετά μικρότερος, 180 μ. περίπου. Κατά τη νοτιοδυτική γωνία της αγοράς είναι το γυμνάσιο, που το ανήγειρε το 280 π.Χ. ο πατέρας του Άρατου Κλεινίας. Στην πρώτη του φάση ήταν μια απλή ορθογώνια αυλή με αναλημματικό τοίχο στη δυτική πλευρά για την υποστήριξη του εδάφους, που ήταν ψηλότερα στο σημείο εκείνο. Στον τοίχο αυτό είχαν ανοιχτεί δύο κρήνες, ενώ στις άλλες τρεις πλευρές βρίσκονταν οι στοές με τα δωμάτια. Κατά τη ρωμαϊκή εποχή το γυμναστήριο επεκτάθηκε προς τα Ν. Στο ψηλότερο επίπεδο της δυτικής πλευράς δημιουργήθηκε αυλή με κιονοστοιχίες στη βόρεια, στη νότια και στη δυτική πλευρά, ενώ στον αναλημματικό τοίχο, που χώριζε τα δύο επίπεδα, κατασκευάστηκε κλιμακοστάσιο, για την επικοινωνία των δύο αυλών. Η νότια πλευρά της αγοράς ορίζεται από δύο κτίρια: μια επιμήκη στοά και, δυτικά της, το βουλευτήριο, τετράγωνο σχεδόν οικοδόμημα, με εσωτερικές κιονοστοιχίες και προστώο στην είσοδό του, κατά τη βόρεια πλευρά, στο οποίο γίνονταν οι συνεδριάσεις των μελών της Συμπολιτείας. Η μετατροπή του κατά τα ρωμαϊκά χρόνια σε λουτρό διατάραξε το εσωτερικό του κτίριου κι έτσι δεν είναι δυνατό να διαπιστωθεί η διάταξη των εδώλιων. Ο Παυσανίας αναφέρει τη στοά που βρίσκεται δίπλα στο βουλευτήριο ως κτίσμα του Κλεισθένη, προφανώς από λανθασμένη πληροφορία, αφού πρόκειται για ελληνιστικό κτίριο, μήκους 106 μ. και πλάτους 6 μ. με 20 δωμάτια στο βάθος· ίσως είναι η στοά που έχτισε η φίλη του Δημήτριου Λαμία ως πινακοθήκη. Η θέση της πάντως στην αγορά της πόλης δεν αποκλείει τη χρήση της ως εμπορικής αγοράς. Στο χώρο αυτό της αγοράς έχει ανασκαφεί επίσης ένας μικρός επιμήκης ναός, κτίσμα αρχικά του 6ου αι. π.Χ. με ελληνιστική κατασκευή, που ταυτίζεται ή με ναό του Απόλλωνα ή με ναό της Άρτεμης Λιμνάτιδας, θεότητας που λατρευόταν ιδιαίτερα στις εύφορες περιοχές. Ανατολικότερα από τα θεμέλια του ναού βρίσκεται ένα συγκρότημα ρωμαϊκών λουτρών, που χτίστηκε ταυτόχρονα με τη μετατροπή του βουλευτήριου και σήμερα έχουν μεταβληθεί σε μουσείο, όπου στεγάζονται τα ευρήματα των ανασκαφών.
Τέχνη. — Ήδη από τον 7o αι. π.Χ. οι Σικυώνιοι είχαν αξιοσημείωτη επίδοση στη χαλκουργία. Ο θησαυρός, που ίδρυσαν στην Ολυμπία για τη νίκη του Μύρωνα, ένας απλός σηκός με δίστυλο πρόναο, είχε δύο θαλάμους δουλεμένους σε χαλκό, τον ένα σε δωρικό και τον άλλο σε ιωνικό ρυθμό, όπου φυλάσσονταν τα πολύτιμα αναθήματα.
Σπουδαίο κέντρο καλλιτεχνικής δημιουργίας γίνεται η Σ. στην περίοδο της τυραννίας (660-555 π.Χ.). Η παράδοση αναφέρει διάσημους γλύπτες που είχαν εργαστεί στη Σ., όπως ο Δίποινος και ο Σκύλλις, μαθητές του Κρητικού Δαίδαλου, πρόσωπα, που βρίσκονται βέβαια λίγο μέσα στην περιοχή του μύθου· αλλά οι μεταγενέστεροι Σικυώνιοι γλύπτες ήθελαν να θεωρούν τους εαυτούς τους ως συνεχιστές του έργου εκείνων. Παράλληλα αναπτύχτηκε στη Σ. και η μεγάλη ζωγραφική· οι αρχαίοι (Πλίνιος) πίστευαν ότι εκεί και στην Κόρινθο γεννήθηκε η μορφή αυτή τέχνης. Μια σειρά ανάγλυφων από το θησαυρό των Σικυώνιων στους Δελφούς, χρονολογημένων γύρω στο 570 π.Χ., δικαιώνουν οπωσδήποτε την παράδοση για την καλλιτεχνική ακμή των εργαστηρίων της Σ. στην πρώιμη αυτή περίοδο.
Το χαλκοπλαστικό εργαστήριο της Σ. εξακολουθούσε να ακμάζει στην αρχαϊκή και στην κλασική περίοδο. Παρά το ότι η πόλη βρισκόταν τόσο κοντά στην Κόρινθο και στο Άργος, η «σχολή» της (της οποίας ο ρυθμός έχει μελετηθεί με βάση τα χάλκινα έργα της μικροπλαστικής που έχουν βρεθεί στη Σ., και τις αρχαϊκές μετόπες του θησαυρού της πόλης στους Δελφούς) είχε δική της προσωπικότητα, με κύριο γνώρισμα τη σύνδεση της δωρικής στέρεης δομής με την ιωνική κομψότητα. Διάσημος υπήρξε ο Κάναχος ο Σικυώνιος, του οποίου η φήμη είχε διαδοθεί πέρα από τα όρια της πατρίδας του και οι Μιλήσιοι τον κάλεσαν και του ανάθεσαν το λατρευτικό άγαλμα του Απόλλωνα με το ναό του θεού στα Δίδυμα. Ο Παυσανίας αναφέρει πως στη Σ., στο ιερό της Αφροδίτης, υπήρχε χρυσελεφάντινο άγαλμα της θεάς, που την παράσταινε καθιστή σε θρόνο με πόλο στο κεφάλι και στα χέρια μήκυνα και μήλο, σύμβολα που υποβάλλουν τη χθόνια υπόσταση της θεάς.
Στη Σ. δημιουργήθηκε επίσης «σχολή» ζωγραφικής από την εποχή του Τηλεφάνη, που η παράδοση τον θέλει «ευρετή» της μνημειακής ζωγραφικής, ως τον 4o π.Χ. αι., την εποχή δηλαδή του ζωγράφου Παυσία, στον οποίο αποδίνεται η τελειοποίηση της εγκαυστικής μεθόδου. Ο πρώτος, σύμφωνα με τις πηγές, μεγάλος Σικυώνιος ζωγράφος του 4ου αι. π.Χ. ήταν ο Εύπομπος, ιδρυτής της Σικυωνίας Σχολής, που ήταν μια από τις τρεις (οι δύο άλλες ήταν η Αττική και η Ασιατική) διάσημες σχολές ζωγραφικής αυτού του αιώνα. Την παράδοση του Ευπόμπου συνέχισαν ο Πάμφιλος και ο μαθητής του Μελάνθιος. Ο Πάμφιλος, Μακεδόνας εγκαταστημένος στη Σ., έγινε διάσημος ως καθηγητής ζωγραφικής (μαθητής του υπήρξε και ο Απελλής) με ιδιαίτερες γνώσεις αριθμητικής και γεωμετρίας, τις οποίες θεωρούσε απαραίτητες για την τέχνη του. Πρέπει να σημειωθεί, ότι πρώτοι οι Σικυώνιοι εισήγαγαν στα σχολεία τους το σχέδιο και την ιχνογραφία. Ο Πλούταρχος θεωρεί τον Πάμφιλο και το Μελάνθιο εκπρόσωπους της σικυώνιας «χρηστογραφίας», χαρακτηριστικά της οποίας ήταν η αυστηρότητα και η τραχύτητα. Ο Παυσίας, επίσης μαθητής του Παμφίλου, διέπρεψε, όπως αναφέρθηκε, στην εγκαυστική ζωγραφική, μέθοδο που ήταν από πριν γνωστή στη ζωγραφική, σε μάρμαρο όμως τελειοποιήθηκε κατά την περίοδο αυτή. Ο καλλιτέχνης τοποθετούσε τα ψυχρά κηροχρώματα με το χρωστήρα και κατόπιν τα έκαιγε με διάφορους τρόπους. Η ανάμειξη γινόταν όταν είχαν αναλυθεί από τη θερμότητα κι έτσι πετύχαιναν τις «μεταβάσεις» από το ένα χρώμα στο άλλο, αλλά και τη στιλπνότητα της ζωγραφικής επιφάνειας. Μεταξύ των έργων του Παυσία αναφέρονται η παράσταση της Μέθης στο θόλο της Επιδαύρου και η περίφημη Στεφανοπλόκος, εικόνα εμπνευσμένη από τη φίλη του Γλυκέρα.
Αλλά η μεγαλύτερη καλλιτεχνική μορφή, που ανάδειξε η Σ., ήταν ο χαλκοπλάστης Λύσιππος, τελευταίος εκπρόσωπος της κλασικής και πρώτος της ελληνιστικής πλαστικής, που δέσποσε στον ελληνικό χώρο στο δεύτερο μισό του 4ου αι. π.Χ. και σφράγισε με την παρουσία του την καλλιτεχνική δημιουργία των χρόνων του Αλέξανδρου. Όπως είναι γνωστό, ο Μακεδόνας βασιλιάς μόνο στο Λύσιππο επέτρεπε να φιλοτεχνεί τα πορτραίτα του. Ο «Αποξυόμενος», το διάσημο έργο του, που το γνωρίζουμε από μια σειρά αντιγραφών του, εκφράζει τον καινούργιο ρυθμό, που εισήγαγε στην πλαστική ο Σικυώνιος καλλιτέχνης: ελεύθερη ανάπτυξη των μελών του σώματος στο χώρο και μεταβολή του «Κανόνος» του Πολύκλειτου, ώστε οι μορφές να αποκτούν χαρακτηριστική λεπτότητα.
Η ελληνιστική και ρωμαϊκή Σ. κατόρθωσε να διατηρήσει την καλλιτεχνική της παράδοση και στους ταραγμένους αυτούς αιώνες. Οι γιοι και μαθητές του Λύσιππουάπλωσαν τη δραστηριότητα τους και πέρα από την πατρίδα τους. Ο Ευθυκράτης και ο Βοέδας δούλεψαν στις Θεσπιές, στην Τεγέα, στο Βυζάντιο. Αναφέρονται επίσης ο Ευθυκράτης με το μαθητή του Τεισικράτη, ο Ευτυχίδης με το μαθητή του Κάνθαρο και ο Αιγινίτης. Όλοι αυτοί οι γλύπτες διατήρησαν ακμαία τη «σχολή» της Σ. ως το τέλος του 3ου αι. π.Χ. Στα ίδια χρόνια αναφέρονται και οι ζωγράφοι Τιμάνθης, Νεάλκης, Αρκεσίλας, καθώς και ο Πασίας, με τον οποίο κλείνει η σεψά των μεγάλων Σικυώνιων ζωγράφων.
Τμήμα ψηφιδωτού δαπέδου της ελληνιστικής εποχής, που παριστάνει Κενταύρους στην εξωτερική ζώνη και ζώα στην εσωτερική, γύρω από τον κεντρικό ρόδακα. Κάτω από το ψηφιδωτό εικονίζονται σπόνδυλοι και κιονόκρανα δωρικού, ιωνικού και κορινθιακού ρυθμού (Μουσείο Σικυώνας).
Σχεδιάγραμμα της ελληνιστικής Αγοράς της αρχαίας Σικυώνας, με αποτυπωμένα τα σημαντικότερα οικοδομήματά της.
Ο αναλημματικός τοίχος του ψηλότερου επίπεδου, όπου έγινε η ρωμαϊκή επέκταση. Ο τοίχος είναι κτισμένος ισοδομικά με ωραία λαξευμένες πέτρες και στη μέση του είναι το κεντρικό κλιμακοστάσιο για την επικοινωνία του παλιού με το νέο γυμναστήριο.
II
Όνομα δύο μυθικών προσώπων.
1. Ήταν γιος του Μαραθώνα, του δισέγγονου του Ήλιου και αδελφός του Κόρινθου. Σύμφωνα με την παράδοση, από αυτόν πήρε το όνομά της η περιοχή της Κορινθίας που πριν ονομαζόταν Ασωπία.
2. Γιος του Μητίονα και εγγονός του Ερεχθέα, συμμάχησε με το βασιλιά Λαμέδονα, το γιο του Κορώνου και αργότερα παντρεύτηκε την κόρη του, Ζευξίππη. Μετά το θάνατο του πεθερού του ανέβηκε στο θρόνο και μετονόμασε την πρωτεύουσα του κράτους του Μηκώνη σε Σικύωνα και τη γύρω περιοχή Σικυωνία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Σικυών — cucumber bed fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σικυών — cucumber bed masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σικυῶν' — Σικυῶνα , Σικυών cucumber bed fem acc sg Σικυῶνι , Σικυών cucumber bed fem dat sg Σικυῶνε , Σικυών cucumber bed fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σικυῶν' — σικυῶνα , σικυών cucumber bed masc acc sg σικυῶνι , σικυών cucumber bed masc dat sg σικυῶνε , σικυών cucumber bed masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σικυῶν — σίκυος cucumber masc gen pl σικύα bottle gourd fem gen pl σικύα bottle gourd fem gen pl (ionic) σικυάζω to cup fut part act masc voc sg σικυάζω to cup fut part act neut nom/voc/acc sg σικυάζω to cup fut part act masc nom sg (attic epic ionic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σικύων — σίκυος cucumber masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σικυωνίω — Σικυών cucumber bed masc/neut nom/voc/acc dual Σικυών cucumber bed masc/neut gen sg (doric aeolic) Σικυώνιος cucumber bed masc/neut nom/voc/acc dual Σικυώνιος cucumber bed masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σικυωνίων — Σικυών cucumber bed fem gen pl Σικυών cucumber bed masc/neut gen pl Σικυώνια women s shoes neut gen pl Σικυώνιος cucumber bed fem gen pl Σικυώνιος cucumber bed masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σικυώνιον — Σικυών cucumber bed masc acc sg Σικυών cucumber bed neut nom/voc/acc sg Σικυώνιος cucumber bed masc acc sg Σικυώνιος cucumber bed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σικυωνιέων — Σικυών cucumber bed masc/fem gen pl (epic ionic) Σικυώνιος cucumber bed masc/fem gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”